εφορείο

εφορείο
το (Α ἐφορεῑον) [έφορος]
νεοελλ.
1. το εφορειακό κατάστημα, η εφορεία
2. το γραφείο τών εφόρων στα σχολεία τού υπόδουλου ελληνισμού
αρχ.
κτήριο στην αγορά τής αρχαίας Σπάρτης, όπου συνέρχονταν οι έφοροι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • έφοροι — Συμβούλιο των ανώτατων αρχόντων της αρχαίας Σπάρτης. Ο θεσμός υπήρχε και σε άλλες δωρικές πόλεις, όπως η Θήρα, η Κυρήνη, η Μεσσήνη και η Ηράκλεια της Ιταλίας. Οι έ., πού ήταν συνολικά πέντε, ασκούσαν συλλογικά τα καθήκοντά τους (συναρχία), είχαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”